навалить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

навалить - translation to ρωσικά


навалить      
1) entasser , amonceler ( ll ) vt ( в кучу, беспорядочно ); charger ( какой-либо груз )
навалить один мешок на другой - entasser un sac sur un ( или l') autre
2) перен. разг. ( обременить ) charger de qch , surcharger
3) безл. разг.
снегу навалило - il est tombé beaucoup de neige
народу навалило - il s'est rassemblé beaucoup de monde; il a affluence
наваливать      
см. навалить
наваливаться      
1) см. навалиться
2) страд. être + part. pas. ( ср. навалить)

Ορισμός

навалить
сов. неперех. разг.-сниж.
1) Скопиться, собраться во множестве.
2) см. также наваливать (1*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για навалить
1. Не исключено, что вас могут навалить задачи, требующие срочного решения.
2. Или, наоборот, ждут с нетерпением, готовясь навалить кучу дел.
3. Снег будет идти с воскресенья, так что навалить сугробов может изрядно.
4. Следовательно, заботясь о детях, надо навалить на них еще месяц школьных занятий.
5. Ведь навалить одному целый воз на прицеп, а потом свалить - работа ой-ой-ой.